- παραπικρασμός
- παραπικρ-ασμός, ὁ,A provocation, LXXPs.94(95).8, Ep.Hebr.3.8, 15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπικρασμός — provocation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπικρασμός — ὁ, Α [παραπικραίνω] εξόργιση, ερεθισμός … Dictionary of Greek
παραπικρασμοῦ — παραπικρασμός provocation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπικρασμῷ — παραπικρασμός provocation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπικρασμόν — παραπικρασμός provocation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)